συνέργιον

συνέργιον
συνέργ-ιον, τό,
A = συνεργασία 1, PMich.Zen.57.2 (iii B.C.), IGRom.3.810.9 ([place name] Side), JHS11.236 ([place name] Cilicia), Gloss.; also [suff] συνέργ-ειον and [suff] σύνεργ-ιν, ib.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνέργιον — τὸ, Μ βλ. συνεργείο …   Dictionary of Greek

  • συνεργείο — το / συνεργεῑον, ΝΜΑ, και συνέργιν Μ, και συνέργειον και συνέργιον Α [συνεργός] ομάδα εργατών που δουλεύουν στην ίδια εργασία νεοελλ. χώρος στον οποίο εργάζονται εργάτες και τεχνίτες καθώς και το σύνολο τών μηχανημάτων και εργαλείων που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”